Anonymous

ἐφορμή: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφορμή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[δρόμος]], [[τόπος]] επιδρομής, [[είσοδος]] για να εφορμήσει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[προσβολή]], [[επίθεση]]<br /><b>3.</b> [[επιχείρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το [[εφορμώ]]].
|mltxt=[[ἐφορμή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[δρόμος]], [[τόπος]] επιδρομής, [[είσοδος]] για να εφορμήσει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[προσβολή]], [[επίθεση]]<br /><b>3.</b> [[επιχείρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από το [[εφορμώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφορμή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[είσοδος]] επίθεσης, [[μία]] δ' [[οἴη]] γίγνετ' [[ἐφορμή]], ο [[μόνος]] [[τόπος]] για να επιτεθεί [[κάποιος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επίθεση]], [[επιδρομή]], [[προσβολή]], σε Θουκ.
}}
}}