Anonymous

ἦνοψ: Difference between revisions

From LSJ
242 bytes added ,  30 December 2018
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἦνοψ]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που λάμπει, [[λαμπρός]] («ἤνοπι χαλκῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fήν</i>-<i>οψ</i>, με ανερμήνευτο το <i>Fηv</i>-. Η [[κατάληξη]] -<i>οψ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>οψ</i> «όψη», <b>[[πρβλ]].</b> <i>αίθ</i>-<i>οψ</i>, [[νώροψ]] κ.ά. με παρεμφερή [[σημασία]] με το [[ήνοψ]]. Ως επίθ. η λ. προσδιορίζει [[συνήθως]] τα: [[χαλκός]], [[ουρανός]], <i>πυρ</i>,-<i>ός</i>. Σύμφωνα με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[επίσης]]: <i>ἤνοπα</i><br /><i>λαμπρόν</i>, [[πάνυ]] ἔνηχον</i>, <i>διαφανῆ</i>).
|mltxt=[[ἦνοψ]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που λάμπει, [[λαμπρός]] («ἤνοπι χαλκῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fήν</i>-<i>οψ</i>, με ανερμήνευτο το <i>Fηv</i>-. Η [[κατάληξη]] -<i>οψ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>οψ</i> «όψη», <b>[[πρβλ]].</b> <i>αίθ</i>-<i>οψ</i>, [[νώροψ]] κ.ά. με παρεμφερή [[σημασία]] με το [[ήνοψ]]. Ως επίθ. η λ. προσδιορίζει [[συνήθως]] τα: [[χαλκός]], [[ουρανός]], <i>πυρ</i>,-<i>ός</i>. Σύμφωνα με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[επίσης]]: <i>ἤνοπα</i><br /><i>λαμπρόν</i>, [[πάνυ]] ἔνηχον</i>, <i>διαφανῆ</i>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἦνοψ:''' -οπος, ὁ, ἡ, στον Όμηρ., [[πάντοτε]] στη [[φράση]] <i>ἤνοπι χαλκῷ</i>, με χαλκό που λάμπει και ακτινοβολεί (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}