Anonymous

ἡσύχιμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡσύχιμος]] και δωρ. τ. ἁσύχιμος, -ον (Α)<br />[[ήσυχος]] («ἁσύχιμον ἁμέραν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[ήσυχος]]].
|mltxt=[[ἡσύχιμος]] και δωρ. τ. ἁσύχιμος, -ον (Α)<br />[[ήσυχος]] («ἁσύχιμον ἁμέραν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[ήσυχος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡσύχιμος:''' Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = [[ἥσυχος]], σε Πίνδ.
}}
}}