3,274,159
edits
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἡνία]], δωρ. τ. ἁνία)<br /><b>1.</b> [[ηνίο]], [[χαλινός]], [[χαλινάρι]], [[γκέμι]] («πρὸς ἡνίας μάχεσθαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διακυβέρνηση]], [[διεύθυνση]], [[διοίκηση]] («μὴ παραλαβοῡσαι τῆς πόλεως τὰς ἡνίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δερμάτινο [[λουρί]] με το οποίο έδεναν τα υποδήματα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>στρ.</b> «ἐφ' ἡνίαν» — [[προς]] τα αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀννία</i>, με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>ν</i>- και [[αντέκταση]] του <i>α</i>- σε <i>η</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνσία</i>, με [[αφομοίωση]]. Η [[δασύτητα]] της λ. δεν ερμηνεύεται με [[βεβαιότητα]] και [[μάλλον]] δεν [[είναι]] αρχική. Ο τ. συνδέεται με μσν. ιρλ. <i>ē</i>(<i>i</i>)<i>si</i>, ενώ η [[συσχέτιση]] με λατ. <i>ā</i><i>nsa</i> «[[λαβή]]» και λιθ. <i>ā</i><i>sa</i>, με την [[ίδια]] [[σημασία]], δεν φαίνεται πολύ πειστική. Η λ. απαντά στην ιων.-αττ. στο θηλ. πληθ. (<i>ἡνίαι</i>), και στον Όμηρο στο ουδ. πληθ. ([[ἡνία]]) [[προφανώς]] για μετρικούς λόγους. Ο τ. όμως <i>ἡνίαι</i> επιβεβαιώνεται ως [[αρχικός]] από μυκηναϊκή <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i> «[[ηνία]]» και οργανική πληθ. <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i>-<i>pi</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ηνιακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ηνίοχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηνιοποιός]], [[ηνιορράφος]], [[ηνιόστροφος]], [[ηνιοστρόφος]]<br />(Β συνθετικό) [[ευήνιος]], [[δυσήνιος]], [[πειθήνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανήνιος]], [[φιλήνιος]], [[χρυσήνιος]].———————— <b>(II)</b><br />τα (AM [[ἡνία]], Α δωρ. τ. ἁνία)<br />πληθ. του [[ηνίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ηνία]], <i>η</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἡνία]], δωρ. τ. ἁνία)<br /><b>1.</b> [[ηνίο]], [[χαλινός]], [[χαλινάρι]], [[γκέμι]] («πρὸς ἡνίας μάχεσθαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διακυβέρνηση]], [[διεύθυνση]], [[διοίκηση]] («μὴ παραλαβοῡσαι τῆς πόλεως τὰς ἡνίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δερμάτινο [[λουρί]] με το οποίο έδεναν τα υποδήματα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>στρ.</b> «ἐφ' ἡνίαν» — [[προς]] τα αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀννία</i>, με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>ν</i>- και [[αντέκταση]] του <i>α</i>- σε <i>η</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνσία</i>, με [[αφομοίωση]]. Η [[δασύτητα]] της λ. δεν ερμηνεύεται με [[βεβαιότητα]] και [[μάλλον]] δεν [[είναι]] αρχική. Ο τ. συνδέεται με μσν. ιρλ. <i>ē</i>(<i>i</i>)<i>si</i>, ενώ η [[συσχέτιση]] με λατ. <i>ā</i><i>nsa</i> «[[λαβή]]» και λιθ. <i>ā</i><i>sa</i>, με την [[ίδια]] [[σημασία]], δεν φαίνεται πολύ πειστική. Η λ. απαντά στην ιων.-αττ. στο θηλ. πληθ. (<i>ἡνίαι</i>), και στον Όμηρο στο ουδ. πληθ. ([[ἡνία]]) [[προφανώς]] για μετρικούς λόγους. Ο τ. όμως <i>ἡνίαι</i> επιβεβαιώνεται ως [[αρχικός]] από μυκηναϊκή <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i> «[[ηνία]]» και οργανική πληθ. <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>ja</i>-<i>pi</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ηνιακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ηνίοχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηνιοποιός]], [[ηνιορράφος]], [[ηνιόστροφος]], [[ηνιοστρόφος]]<br />(Β συνθετικό) [[ευήνιος]], [[δυσήνιος]], [[πειθήνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανήνιος]], [[φιλήνιος]], [[χρυσήνιος]].———————— <b>(II)</b><br />τα (AM [[ἡνία]], Α δωρ. τ. ἁνία)<br />πληθ. του [[ηνίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ηνία]], <i>η</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡνία:''' -ίων, τά, [[ηνία]], χαλινάρια, σε Όμηρ., Ησίοδ., Πίνδ.<br /><b class="num">• [[ἡνία]]:</b> Δωρ. [[ἁνία]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ηνία]] (στην [[ιππασία]]), χαλινάρια (στην [[οδήγηση]] άρματος)· όπως τα ομηρικά [[ἡνία]](<i>τά</i>), απαντά [[κυρίως]] στον πληθ., σε Πίνδ. κ.λπ.· <i>πρὸςἡνίας μάχεσθαι</i>, σε Αισχύλ.· στον ενικ., <i>ἐπισχὼν ἡνίαν</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφορ., χαλάσαι [[τὰς]] ἡνίας τοῖς λόγοις, <i>δεν</i> [[βάζω]] στα [[λόγια]] μου χαλινάρια, σε Πλάτ.· τῆς Πυκνὸς [[τὰς]] ἡνίας παραδοῦναί τινι, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> ως [[στρατιωτικός]] όρος, <i>ἐφ' ἡνίαν</i>, προς τα αριστερά, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |