Anonymous

ἡμερότης: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />humeur douce, douceur.<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />humeur douce, douceur.<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμερότης:''' -ητος, ἡ ([[ἥμερος]]), [[εξημέρωμα]], [[ημερότητα]]· [[καλλιέργεια]] του εδάφους· λέγεται για ανθρώπους, [[πραότητα]], [[ευγένεια]], [[αγαθότητα]], σε Πλάτ.
}}
}}