3,277,066
edits
(15) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[εὐστάθεια]] και εὐσταθία, Α και [[εὐσταθίη]]) [[ευσταθής]]<br /><b>1.</b> το να στέκει [[κάτι]] καλά, η [[σταθερότητα]] (α. «η [[ευστάθεια]] του πλοίου» β. «[[ὑπὲρ]] εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῡ θεοῡ ἐκκλησιῶν»)<br /><b>2.</b> [[ησυχία]], [[ασφάλεια]] («[[εὐστάθεια]] κατὰ τὰς πόλεις», Φίλ.)<br /><b>3.</b> ψυχική [[ισορροπία]] («[[ευστάθεια]] χαρακτήρα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη σωματική [[υγεία]]) καλή [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αυτοκυριαρχία]], [[αυτοσυγκράτηση]] («[[εὐστάθεια]] ὁρμῶν» — η [[εγκράτεια]] στις ορμές, Στωικ.). | |mltxt=η (Α [[εὐστάθεια]] και εὐσταθία, Α και [[εὐσταθίη]]) [[ευσταθής]]<br /><b>1.</b> το να στέκει [[κάτι]] καλά, η [[σταθερότητα]] (α. «η [[ευστάθεια]] του πλοίου» β. «[[ὑπὲρ]] εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῡ θεοῡ ἐκκλησιῶν»)<br /><b>2.</b> [[ησυχία]], [[ασφάλεια]] («[[εὐστάθεια]] κατὰ τὰς πόλεις», Φίλ.)<br /><b>3.</b> ψυχική [[ισορροπία]] («[[ευστάθεια]] χαρακτήρα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη σωματική [[υγεία]]) καλή [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αυτοκυριαρχία]], [[αυτοσυγκράτηση]] («[[εὐστάθεια]] ὁρμῶν» — η [[εγκράτεια]] στις ορμές, Στωικ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐστάθεια:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[σταθερότητα]], [[καλή]] [[υγεία]], [[ευημερία]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |