Anonymous

θαλασσουργός: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλασσουργός]], ό (Α)<br />αυτός που εργάζεται στη [[θάλασσα]], ο [[ναυτικός]] ή ο [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλασσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δραματ</i>-<i>ουργός</i>, <i>θαυματ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=[[θαλασσουργός]], ό (Α)<br />αυτός που εργάζεται στη [[θάλασσα]], ο [[ναυτικός]] ή ο [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλασσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δραματ</i>-<i>ουργός</i>, <i>θαυματ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θᾰλασσουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται στη [[θάλασσα]], ο [[ψαράς]], ο [[ναυτικός]], σε Ξεν.
}}
}}