Anonymous

θεατός: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θεατός]], -ή, -όν) [[θεώμαι]]<br />αυτός που φαίνεται, αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον δει, ο [[ορατός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για αφηρημένες έννοιες) αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να εξετάσει, να διακρίνει, να παρατηρήσει («[[θεατός]] μόνῳ νῷ», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θεατός]], -ή, -όν) [[θεώμαι]]<br />αυτός που φαίνεται, αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον δει, ο [[ορατός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για αφηρημένες έννοιες) αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να εξετάσει, να διακρίνει, να παρατηρήσει («[[θεατός]] μόνῳ νῷ», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεᾱτός:''' -ή, -όν, αυτό που μπορεί να δει [[κάποιος]], σε Σοφ., Πλάτ.
}}
}}