Anonymous

ἡμίπνοος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_17)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίπνοος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πνέων, ζῶν, Βατρ. 255.
|lstext='''ἡμίπνοος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πνέων, ζῶν, Βατρ. 255.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίπνοος:''' -ον ([[πνέω]]), [[μισοπεθαμένος]], αυτός που πνέει, ζει με μισή [[αναπνοή]], σε Βατραχομ.
}}
}}