Anonymous

θεοειδής: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[θεοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με τον θεό (ή τους θεούς) («θεοειδές [[πρόσωπον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[θείος]], [[θεϊκός]] («θεοειδεῖς λίθους», Ιάμβλ.)<br /><b>2.</b> [[θεοσεβής]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θεοειδές</i><br />η [[ομοιότητα]] [[προς]] τον θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομο</i>-<i>ειδής ῳο</i>-<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[θεοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με τον θεό (ή τους θεούς) («θεοειδές [[πρόσωπον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[θείος]], [[θεϊκός]] («θεοειδεῖς λίθους», Ιάμβλ.)<br /><b>2.</b> [[θεοσεβής]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θεοειδές</i><br />η [[ομοιότητα]] [[προς]] τον θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομο</i>-<i>ειδής ῳο</i>-<i>ειδής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), με ουράνια, θεϊκή [[μορφή]], σε Όμηρ., Πλάτ.
}}
}}