Anonymous

θαυμαστέος: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_3)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[θαυμάζω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[θαυμάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θαυμαστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[θαυμάζω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αξίζει να θαυμάζεται, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ουδ. <i>θαυμαστέον</i>, αυτό που πρέπει να θαυμάζεται, σε Ευρ.
}}
}}