Anonymous

θηλυκτόνος: Difference between revisions

From LSJ
4
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηλυκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει με [[χέρι]] γυναίκας («[[θηλυκτόνος]] [[Ἄρης]]» <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εντομο</i>-[[κτόνος]], <i>ζωο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=[[θηλυκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει με [[χέρι]] γυναίκας («[[θηλυκτόνος]] [[Ἄρης]]» <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εντομο</i>-[[κτόνος]], <i>ζωο</i>-[[κτόνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θηλυκτόνος:''' -ον ([[ἔκτονα]], παρακ. του [[κτείνω]]), αυτός που φονεύεται από γυναικείο [[χέρι]], σε Αισχύλ.
}}
}}