Anonymous

εὐτέλεια: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτέλεια]], Α και ιων. τ. εὐτελίη) [[ευτελής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] φθηνό, η [[φθήνια]], η χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[χυδαιότητα]], [[προστυχιά]], [[ποταπότητα]], [[μικροπρέπεια]], [[μικρότητα]] («[[ευτέλεια]] συμπεριφοράς, χαρακτήρα» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιφρόνηση]], [[καταφρόνηση]]<br /><b>2.</b> (με καλή σημ.) [[ταπεινότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. [[έννοια]]) [[οικονομία]], [[λιτότητα]], [[απλότητα]] («φιλοκαλοῡμεν μετ' εὐτελείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς εὐτέλειαν» <br />α) φθηνά, άσχημα, [[κακώς]]<br />β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή [[τιμή]], της φθήνιας, το φθηνό.
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτέλεια]], Α και ιων. τ. εὐτελίη) [[ευτελής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] φθηνό, η [[φθήνια]], η χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[χυδαιότητα]], [[προστυχιά]], [[ποταπότητα]], [[μικροπρέπεια]], [[μικρότητα]] («[[ευτέλεια]] συμπεριφοράς, χαρακτήρα» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιφρόνηση]], [[καταφρόνηση]]<br /><b>2.</b> (με καλή σημ.) [[ταπεινότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. [[έννοια]]) [[οικονομία]], [[λιτότητα]], [[απλότητα]] («φιλοκαλοῡμεν μετ' εὐτελείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς εὐτέλειαν» <br />α) φθηνά, άσχημα, [[κακώς]]<br />β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή [[τιμή]], της φθήνιας, το φθηνό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐτέλεια:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[φθήνια]], σε Ηρόδ.· <i>εἰς εὐτέλειαν</i>, φθηνά, δηλ. άθλια, πρόστυχα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποταμίευση]], [[οικονομία]], [[λιτότητα]], <i>ἐπ' εὐτελείᾳ</i>, οικονομικά, στον ίδ.· <i>μετ' εὐτελείας</i>, σε Θουκ.· <i>εἰς εὐτ. συντέμνειν</i>, [[περικόπτω]], κάνω περικοπές για λόγους οικονομίας, στον ίδ.
}}
}}