Anonymous

θαυμάσιος: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[θαυμάσιος]], -ία, -ον, Α και -ος, -ον, ιων. τ. [[θωμάσιος]])<br /><b>1.</b> [[άξιος]] θαυμασμού, [[αξιοθαύμαστος]] (α. «θαυμάσιο [[νησί]]» β. «θαυμάσια [[χάρις]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (και ειρων.) [[παράδοξος]], [[έξοχος]], [[πρωτοφανής]] («θαυμάσια [[λογική]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ θαυμάσια</i><br />ο [[θαυμασμός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τά θαυμάσια</i><br />θαύματα, θαυμαστά έργα, πράγματα άξια απορίας ή θαυμασμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ειρων.</b> [[έξοχος]] («[[θεῖος]] γ' εἶ περὶ τοὺς λόγους... καί ἀτεχνῶς [[θαυμάσιος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θαυμάσιον και ἄλογον» — [[παράδοξο]] και παράλογο (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(υπερθ.)</b> <i>το θαυμασιώτατον</i><br />το πιο αξιοθαύμαστο απ' όλα<br /><b>4.</b> (με απρμφ.) <b>φρ.</b> «θαυμάσιον προσιδέσθαι» — θαυμαστό να το αντικρίσεις (<b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θαυμασίως</i> και <i>θαυμάσια</i> (AM θαυμασίως)<br />θαυμαστά, εξαιρετικά, υπέροχα, με θαυμασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />επιδοκιμαστική [[επιφώνηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[συχνά]] με το ὡς) <b>φρ.</b> «θαυμασίως ἄν ὡς εὐλαβοίμην» — θα ήμουν εξαιρετικά [[προσεκτικός]] (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαύματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>].
|mltxt=-α, -ο (AM [[θαυμάσιος]], -ία, -ον, Α και -ος, -ον, ιων. τ. [[θωμάσιος]])<br /><b>1.</b> [[άξιος]] θαυμασμού, [[αξιοθαύμαστος]] (α. «θαυμάσιο [[νησί]]» β. «θαυμάσια [[χάρις]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (και ειρων.) [[παράδοξος]], [[έξοχος]], [[πρωτοφανής]] («θαυμάσια [[λογική]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ θαυμάσια</i><br />ο [[θαυμασμός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τά θαυμάσια</i><br />θαύματα, θαυμαστά έργα, πράγματα άξια απορίας ή θαυμασμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ειρων.</b> [[έξοχος]] («[[θεῖος]] γ' εἶ περὶ τοὺς λόγους... καί ἀτεχνῶς [[θαυμάσιος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θαυμάσιον και ἄλογον» — [[παράδοξο]] και παράλογο (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(υπερθ.)</b> <i>το θαυμασιώτατον</i><br />το πιο αξιοθαύμαστο απ' όλα<br /><b>4.</b> (με απρμφ.) <b>φρ.</b> «θαυμάσιον προσιδέσθαι» — θαυμαστό να το αντικρίσεις (<b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θαυμασίως</i> και <i>θαυμάσια</i> (AM θαυμασίως)<br />θαυμαστά, εξαιρετικά, υπέροχα, με θαυμασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />επιδοκιμαστική [[επιφώνηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[συχνά]] με το ὡς) <b>φρ.</b> «θαυμασίως ἄν ὡς εὐλαβοίμην» — θα ήμουν εξαιρετικά [[προσεκτικός]] (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαύματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θαυμάσιος:''' -α, -ον, Ιων. θωϋμ- ή θωμ- ([[θαῦμα]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αξιοθαύμαστος]], [[θαυμάσιος]], [[εκπληκτικός]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· <i>θαυμάσια</i>, θαυμαστά πράγματα, θαύματα, σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>θαυμάσιόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Αριστοφ.· [[θαυμάσιος]] τὸ [[κάλλος]], [[θαυμαστός]] για την [[ομορφιά]] του, σε Ξεν.· θαυμάσιον [[ὅσον]], εξαιρετικά και αξιοθαύμαστα [[πολύ]], σε Πλάτ.· θαυμάσια [[ἡλίκα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> Επίρρ. <i>-ίως</i>, θαυμάσια, [[έξοχα]], δηλ. [[σφόδρα]], υπερβολικά, σε Αριστοφ.· [[συχνά]] με την [[προσθήκη]] του <i>ὡς</i>, [[θαυμασίως]] ὡς [[ἄθλιος]], υπέρμετρα [[αξιολύπητος]], σε Πλάτ.·<br /><b class="num">II.</b> [[αξιοθαύμαστος]], [[εξαιρετικός]], με ελαφριά [[ειρωνεία]], στον ίδ., σε Δημ.· <i>ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε</i>, σκωπτικά, σε Ξεν.
}}
}}