3,243,880
edits
(17) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θέρειος]], -ον, θηλ. και [[θερεία]] και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [[θέρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέρος]], ο [[θερινός]] («αύχμος [[θέρειος]]» — θερινή [[ξηρασία]], Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή [[θερεία]] ή <b>ιων.</b> <i>ή θερείη</i> (ενν. <i>ώρα</i>)<br />το [[θέρος]]<br /><b>3.</b> (το υπερθ.) <i>θερείτατος</i>, -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />θερμότατος. | |mltxt=[[θέρειος]], -ον, θηλ. και [[θερεία]] και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [[θέρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέρος]], ο [[θερινός]] («αύχμος [[θέρειος]]» — θερινή [[ξηρασία]], Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή [[θερεία]] ή <b>ιων.</b> <i>ή θερείη</i> (ενν. <i>ώρα</i>)<br />το [[θέρος]]<br /><b>3.</b> (το υπερθ.) <i>θερείτατος</i>, -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />θερμότατος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θέρειος:''' -α, -ον ([[θέρος]]), αυτός που αναφέρεται ή βρίσκεται μέσα στο [[καλοκαίρι]]· [[θερεία]], Ιων. -είη, (ενν. [[ὥρα]]), ἡ = [[θέρος]], η [[εποχή]] του καλοκαιριού, το [[καλοκαίρι]], σε Ηρόδ., <i>ταῖςθερείαις</i>, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |