Anonymous

θαλασσόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[θαλασσόπληκτος]], -ον)<br />αυτός που πλήττεται από τη [[θάλασσα]], που τον χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πλήττομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δορί</i>-<i>πληκτος</i>, <i>κεραυνό</i>-<i>πληκτος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (AM [[θαλασσόπληκτος]], -ον)<br />αυτός που πλήττεται από τη [[θάλασσα]], που τον χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πλήττομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δορί</i>-<i>πληκτος</i>, <i>κεραυνό</i>-<i>πληκτος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θᾰλασσόπληκτος:''' -ον ([[πλήσσω]]), ο [[θαλασσοδαρμένος]], σε Αισχύλ.
}}
}}