Anonymous

θερισμός: Difference between revisions

From LSJ
4
(17)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θερισμός]]) [[θερίζω]]<br /><b>1.</b> η [[κοπή]] τών σιτηρών ή άλλων γεωργικών [[φυτών]] με [[δρεπάνι]] ή με θεριστικές μηχανές («θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί [[εἰσί]] πρὸς θερισμόν», ΚΔ.)<br /><b>2.</b> ο [[καιρός]], η [[εποχή]] [[κατά]] την οποία θερίζουν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συγκομιδή]], [[σοδειά]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σιτάρι]] στον αγρό το οποίο πρόκειται [[κάποιος]] να θερίσει.
|mltxt=ο (ΑΜ [[θερισμός]]) [[θερίζω]]<br /><b>1.</b> η [[κοπή]] τών σιτηρών ή άλλων γεωργικών [[φυτών]] με [[δρεπάνι]] ή με θεριστικές μηχανές («θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί [[εἰσί]] πρὸς θερισμόν», ΚΔ.)<br /><b>2.</b> ο [[καιρός]], η [[εποχή]] [[κατά]] την οποία θερίζουν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συγκομιδή]], [[σοδειά]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σιτάρι]] στον αγρό το οποίο πρόκειται [[κάποιος]] να θερίσει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θερισμός:''' ὁ ([[θερίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> η [[εποχή]] του θερισμού, [[θερισμός]], [[δρεπάνισμα]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σοδειά]], στο ίδ.
}}
}}