Anonymous

θηρευτής: Difference between revisions

From LSJ
4
(17)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[θηρεύτρια]] (ΑΜ [[θηρευτής]], θηλ. [[θηρεύτρια]]) [[θηρεύω]]<br /><b>1.</b> [[κυνηγός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιζητεί, που επιδιώκει επίμονα [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον Όμ. [[πάντοτε]] ως επίθ.) [[θηρευτικός]], [[κυνηγετικός]] («ἐν κυσὶ θηρευτῇσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «θηρευτὴς [[ἰξός]]» — η [[ξόβεργα]]<br />β. «[[θηρευτής]] [[πέρδιξ]]» — η [[πέρδικα]] που χρησιμοποιείται παραπλανητικά για να προσελκύσει άλλα άγρια πτηνά.
|mltxt=ο, θηλ. [[θηρεύτρια]] (ΑΜ [[θηρευτής]], θηλ. [[θηρεύτρια]]) [[θηρεύω]]<br /><b>1.</b> [[κυνηγός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιζητεί, που επιδιώκει επίμονα [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον Όμ. [[πάντοτε]] ως επίθ.) [[θηρευτικός]], [[κυνηγετικός]] («ἐν κυσὶ θηρευτῇσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «θηρευτὴς [[ἰξός]]» — η [[ξόβεργα]]<br />β. «[[θηρευτής]] [[πέρδιξ]]» — η [[πέρδικα]] που χρησιμοποιείται παραπλανητικά για να προσελκύσει άλλα άγρια πτηνά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θηρευτής:''' -οῦ, ὁ ([[θηρεύω]]) = [[θηρατής]], [[κυνηγός]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κυσὶ θηρευτῇσι</i>, στο ίδ.· επίσης λέγεται για τον ψαρά, σε Ηρόδ.
}}
}}