3,274,159
edits
(17) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[θήρα]], Α και ιων. τ. θήρη)<br />[[κυνήγι]], [[άγρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[θήραμα]], το [[προϊόν]] του κυνηγιού, η [[λεία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> επίμονη [[αναζήτηση]], [[επιμελής]] [[επιδίωξη]], [[κυνήγημα]], [[κυνηγητό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κυνήγι]] άγριων ζώων<br /><b>2.</b> [[κυνήγι]] αιχμαλώτου<br /><b>3.</b> [[τόπος]] όπου γίνεται το [[κυνήγι]]<br /><b>4.</b> (στους Ρωμαίους) οι αγώνες του ιπποδρομίου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> («ἡ περὶ τὴν θάλασσαν [[θήρα]]» — η [[αλιεία]], <b>Πλάτ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μήτρα]] <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]) ή, [[πιθανώς]], υποχωρητικό παρ. <span style="color: red;"><</span> [[θηρώ]]. Ως β' συνθετικό απαντά με τις μορφές -<i>θήρας</i> και, [[σπανίως]], -<i>θηρος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θηράσιμος]], [[θηροσύνη]], [[θηρότις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θηρολέξης]], [[θηροφόρος]]<br />(Β' συνθετικό)<br /><b>1.</b> -<i>θήρας</i>, [[λαγοθήρας]], [[περδικοθήρας]], [[χρυσοθήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ασπιδοθήρας</i>, [[δειπνοθήρας]], [[δικτυοθήρας]], <i>δορκαδοθήρας</i>, <i>ελεφαντοθήρας</i>, [[θηροθήρας]], [[θυννοθήρας]], [[ιχθυοθήρας]], [[καλαμοθήρας]], [[κογχοθήρας]], [[κωνωποθήρας]], [[λιθοθήρας]], [[λινοθήρας]], [[λογοθήρας]], [[μετεωροθήρας]], [[μυιοθήρας]], [[μυοθήρας]], [[νυκτοθήρας]], [[οιναδοθήρας]], [[οινοθήρας]], [[ονοθήρας]], [[ονοματοθήρας]], [[ορνιθοθήρας]], [[ορτυγοθήρας]], [[σπογγοθήρας]], [[συοθήρας]], [[σωληνοθήρας]], [[ταγηνοκνισοθήρας]], [[υδροθήρας]], [[φυγαδοθήρας]], [[χλαινοθήρας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδαμαντοθήρας]], <i>ακριδοθήρας</i>, [[βιβλιοθήρας]], <i>γυναικοθήρας</i>, [[εντομοθήρας]], [[επαινοθήρας]], [[ηδονοθήρας]], [[θεσιθήρας]], <i>θησαυροθήρας</i>, [[καινοθήρας]], [[λαθροθήρας]], [[λεξιθήρας]], [[προικοθήρας]], [[σκανδαλοθήρας]], [[φαλαινοθήρας]], [[χρησιμοθήρας]], [[ψηφοθήρας]]<br /><b>2.</b> -<i>θηρος</i>. <b>αρχ.</b> [[αρτίθηρος]], [[δύσθηρος]], [[εύθηρος]], [[μισόθηρος]], [[σύνθηρος]], [[φιλόθηρος]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[θήρα]], Α και ιων. τ. θήρη)<br />[[κυνήγι]], [[άγρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[θήραμα]], το [[προϊόν]] του κυνηγιού, η [[λεία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> επίμονη [[αναζήτηση]], [[επιμελής]] [[επιδίωξη]], [[κυνήγημα]], [[κυνηγητό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κυνήγι]] άγριων ζώων<br /><b>2.</b> [[κυνήγι]] αιχμαλώτου<br /><b>3.</b> [[τόπος]] όπου γίνεται το [[κυνήγι]]<br /><b>4.</b> (στους Ρωμαίους) οι αγώνες του ιπποδρομίου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> («ἡ περὶ τὴν θάλασσαν [[θήρα]]» — η [[αλιεία]], <b>Πλάτ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μήτρα]] <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]) ή, [[πιθανώς]], υποχωρητικό παρ. <span style="color: red;"><</span> [[θηρώ]]. Ως β' συνθετικό απαντά με τις μορφές -<i>θήρας</i> και, [[σπανίως]], -<i>θηρος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θηράσιμος]], [[θηροσύνη]], [[θηρότις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θηρολέξης]], [[θηροφόρος]]<br />(Β' συνθετικό)<br /><b>1.</b> -<i>θήρας</i>, [[λαγοθήρας]], [[περδικοθήρας]], [[χρυσοθήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ασπιδοθήρας</i>, [[δειπνοθήρας]], [[δικτυοθήρας]], <i>δορκαδοθήρας</i>, <i>ελεφαντοθήρας</i>, [[θηροθήρας]], [[θυννοθήρας]], [[ιχθυοθήρας]], [[καλαμοθήρας]], [[κογχοθήρας]], [[κωνωποθήρας]], [[λιθοθήρας]], [[λινοθήρας]], [[λογοθήρας]], [[μετεωροθήρας]], [[μυιοθήρας]], [[μυοθήρας]], [[νυκτοθήρας]], [[οιναδοθήρας]], [[οινοθήρας]], [[ονοθήρας]], [[ονοματοθήρας]], [[ορνιθοθήρας]], [[ορτυγοθήρας]], [[σπογγοθήρας]], [[συοθήρας]], [[σωληνοθήρας]], [[ταγηνοκνισοθήρας]], [[υδροθήρας]], [[φυγαδοθήρας]], [[χλαινοθήρας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδαμαντοθήρας]], <i>ακριδοθήρας</i>, [[βιβλιοθήρας]], <i>γυναικοθήρας</i>, [[εντομοθήρας]], [[επαινοθήρας]], [[ηδονοθήρας]], [[θεσιθήρας]], <i>θησαυροθήρας</i>, [[καινοθήρας]], [[λαθροθήρας]], [[λεξιθήρας]], [[προικοθήρας]], [[σκανδαλοθήρας]], [[φαλαινοθήρας]], [[χρησιμοθήρας]], [[ψηφοθήρας]]<br /><b>2.</b> -<i>θηρος</i>. <b>αρχ.</b> [[αρτίθηρος]], [[δύσθηρος]], [[εύθηρος]], [[μισόθηρος]], [[σύνθηρος]], [[φιλόθηρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θήρα:''' Ιων. [[θήρη]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυνήγι]] άγριων ζώων, θήρευση, σε Όμηρ., Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., επισταμένη [[επιδίωξη]] κάποιου πράγματος, σε Σοφ.·<br /><b class="num">II.</b> τα ζώα που θηρεύονται, [[λεία]], [[θήραμα]], [[κυνήγι]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., κ.λπ.· στον πληθ., <i>ὦ πταναὶ θῆραι</i>, λέγεται για τα πουλιά, σε Σοφ. | |||
}} | }} |