Anonymous

ἰαμβικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰαμβικός]], -ή, -όν) [[ίαμβος]]<br /><b>1.</b> (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ιάμβους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (ελλ. μουσ.) «ιαμβικό [[γένος]]» — ένα από τα ρυθμικά γένη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από την [[αρχαιότητα]] ώς τις μέρες μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από λόγο χρόνων άρσης [[προς]] [[θέση]] 1:2 ή 2:1<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ίαμβο (<span style="color: red;"><</span> ἧρξεν ἀφέμενος τῆς ἰαμβικής ἰδέας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἰαμβική</i><br />[[είδος]] ήρεμου, απλού και λιτού χορού<br /><b>3.</b> (αρχ. ελλ. μουσ.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰαμβικόν</i><br />το τρίτο [[μέρος]] του πυθικού νόμου [[κατά]] τον οποίο αναπαρίσταται η [[πάλη]] του Απόλλωνος με τον Πύθωνα και ο [[οποίος]] συνίστατο σε [[μίμηση]] τών σαλπισμάτων του αγώνα και του τριξίματος τών δοντιών του δράκοντα, του λεγόμενου οδοντισμού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰαμβικῶς</i> (Α)<br />με ιαμβικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰαμβικός]], -ή, -όν) [[ίαμβος]]<br /><b>1.</b> (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ιάμβους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (ελλ. μουσ.) «ιαμβικό [[γένος]]» — ένα από τα ρυθμικά γένη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από την [[αρχαιότητα]] ώς τις μέρες μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από λόγο χρόνων άρσης [[προς]] [[θέση]] 1:2 ή 2:1<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ίαμβο (<span style="color: red;"><</span> ἧρξεν ἀφέμενος τῆς ἰαμβικής ἰδέας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἰαμβική</i><br />[[είδος]] ήρεμου, απλού και λιτού χορού<br /><b>3.</b> (αρχ. ελλ. μουσ.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰαμβικόν</i><br />το τρίτο [[μέρος]] του πυθικού νόμου [[κατά]] τον οποίο αναπαρίσταται η [[πάλη]] του Απόλλωνος με τον Πύθωνα και ο [[οποίος]] συνίστατο σε [[μίμηση]] τών σαλπισμάτων του αγώνα και του τριξίματος τών δοντιών του δράκοντα, του λεγόμενου οδοντισμού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰαμβικῶς</i> (Α)<br />με ιαμβικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰαμβικός:''' -ή, -όν, [[ιαμβικός]], σε Αριστ.
}}
}}