Anonymous

θεότρεπτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεότρεπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη [[τροπή]] από τους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>τρεπτος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τρεπτος</i>].
|mltxt=[[θεότρεπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη [[τροπή]] από τους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>τρεπτος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τρεπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεότρεπτος:''' -ον, αυτός που στρέφεται ή οδηγείται, κατευθύνεται από τους θεούς, σε Αισχύλ.
}}
}}