Anonymous

θιασεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θιασεύω]] (Α) [[θίασος]]<br /><b>1.</b> μυώ σε θίασο<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε βακχικές τελετουργίες<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ θιασεύοντες</i><br />οι βακχευτές, οι πανηγυριστές τών εορτών [[προς]] τιμήν του Βάκχου.
|mltxt=[[θιασεύω]] (Α) [[θίασος]]<br /><b>1.</b> μυώ σε θίασο<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε βακχικές τελετουργίες<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ θιασεύοντες</i><br />οι βακχευτές, οι πανηγυριστές τών εορτών [[προς]] τιμήν του Βάκχου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θιᾰσεύω:''' [[φέρνω]] στη Βακχική [[συνοδεία]], σε Ευρ.· Παθ., [[ανήκω]] στη Βακχική [[συνοδεία]], [[καθαγιάζω]] μέσω Βακχικών τελετών, στον ίδ.
}}
}}