Anonymous

ἱματίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱματίζω]] (Α) [[ιμάτιον]]<br />[[ντύνω]] («σωφρονοῡντα καὶ ἱματισμένον», ΠΔ).
|mltxt=[[ἱματίζω]] (Α) [[ιμάτιον]]<br />[[ντύνω]] («σωφρονοῡντα καὶ ἱματισμένον», ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱμᾰτίζω:''' ([[ἱμάτιον]]), [[ντύνω]], [[ενδύω]]· μτχ. Παθ. παρακ. <i>ἱματισμένος</i>.
}}
}}