Anonymous

ἵλαος: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἵλαος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ίλεως]].
|mltxt=[[ἵλαος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ίλεως]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἵλαος:''' [ῑ], -ον, Αττ. [[ἵλεως]], -ων, δυϊκ. <i>ἵλεω</i>· ονομ. πληθ. <i>ἵλεῳ</i>, ουδ. <i>ἵλεα</i>·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για θεούς, [[ευμενής]], [[ευνοϊκός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[ευμενής]], [[αγαθός]], [[πράος]], [[ήπιος]], θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν [[ἵλαος]] [[ἔστω]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Σοφ.
}}
}}