Anonymous

ἰλιγγιάω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> avoir le vertige, <i>particul.</i> par l’effet de l’ivresse;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être troublé, bouleversé : [[ὑπό]] τινος, [[ἐπί]] τινι, par l’effet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἴλιγγος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> avoir le vertige, <i>particul.</i> par l’effet de l’ivresse;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être troublé, bouleversé : [[ὑπό]] τινος, [[ἐπί]] τινι, par l’effet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἴλιγγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰλιγγιάω:''' [ῑ], ζαλίζομαι, χάνω τις αισθήσεις μου, [[γεγονός]] που προκαλείται από το κοίταγμα προς τα [[κάτω]] από μεγάλο ύψος ή από [[μεθύσι]], σε Πλάτ.· επίσης, από φόβο, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}