Anonymous

ἱματισμός: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱματισμός]]) [[ιματίζω]]<br />[[καθετί]] που χρησιμεύει για να ντύνεται ο [[άνθρωπος]], ο [[ρουχισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> το [[σύνολο]] τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο.
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱματισμός]]) [[ιματίζω]]<br />[[καθετί]] που χρησιμεύει για να ντύνεται ο [[άνθρωπος]], ο [[ρουχισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> το [[σύνολο]] τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱμᾰτισμός:''' ὁ ([[ἱματίζω]]), [[ενδυμασία]], [[στολή]], σε Θεόφρ.
}}
}}