Anonymous

ἰοχέαιρα: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰοχέαιρα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. της Αρτέμιδος) αυτή που εκτοξεύει βέλη, η τοξεύτρια («[[ἰοχέαιρα]] [[παρθένος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>ἡ Ἰοχέαιρα</i><br />η Άρτεμις<br /><b>3.</b> αργότ. και επίθ. της φαρέτρας) αυτή που εκχύνει τα βέλη («[[ἰοχέαιρα]] [[φαρέτρα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>χέαιρα</i>. Το β' συνθετικό <span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i> κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τα <i>γέρ</i>-<i>αιρα</i>, <i>χίμ</i>-<i>αιρα</i> ή από αμάρτυρο ρηματικό παρ. <i>χεFαρ</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] -<i>χέαιρα</i> <span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], [[οπότε]] η [[δομή]] του συνθ. [[είναι]] ανάλογη του αρχ. ινδ. <i>isu</i>-<i>hasta</i>- «που κρατάει [[βέλος]] στο [[χέρι]] του». Η [[άποψη]] αυτή [[ωστόσο]] δεν ερμηνεύει το [[ἰοχέαιρα]] (ΙΙ)·].———————— <b>(II)</b><br />[[ἰοχέαιρα]], ἡ (Α)<br />(ως επίθ. του φιδιού [[ασπίς]]) αυτή που εκχύνει [[δηλητήριο]] («ἰοχέαιραν τἠν ἀσπίδα τὸ [[ζῷον]]», <b>Νίκ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (ΙΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>χέαιρα</i>. Βλ. [[ιοχέαιρα]] (Ι)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰοχέαιρα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. της Αρτέμιδος) αυτή που εκτοξεύει βέλη, η τοξεύτρια («[[ἰοχέαιρα]] [[παρθένος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>ἡ Ἰοχέαιρα</i><br />η Άρτεμις<br /><b>3.</b> αργότ. και επίθ. της φαρέτρας) αυτή που εκχύνει τα βέλη («[[ἰοχέαιρα]] [[φαρέτρα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>χέαιρα</i>. Το β' συνθετικό <span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i> κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τα <i>γέρ</i>-<i>αιρα</i>, <i>χίμ</i>-<i>αιρα</i> ή από αμάρτυρο ρηματικό παρ. <i>χεFαρ</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] -<i>χέαιρα</i> <span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], [[οπότε]] η [[δομή]] του συνθ. [[είναι]] ανάλογη του αρχ. ινδ. <i>isu</i>-<i>hasta</i>- «που κρατάει [[βέλος]] στο [[χέρι]] του». Η [[άποψη]] αυτή [[ωστόσο]] δεν ερμηνεύει το [[ἰοχέαιρα]] (ΙΙ)·].———————— <b>(II)</b><br />[[ἰοχέαιρα]], ἡ (Α)<br />(ως επίθ. του φιδιού [[ασπίς]]) αυτή που εκχύνει [[δηλητήριο]] («ἰοχέαιραν τἠν ἀσπίδα τὸ [[ζῷον]]», <b>Νίκ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (ΙΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>χέαιρα</i>. Βλ. [[ιοχέαιρα]] (Ι)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰοχέαιρα:''' [ῑ], ἡ, αυτή που ρίχνει βέλη, [[τοξοβόλος]], επίθ. της Άρτεμης, σε Όμηρ. (πιθ. από το [[χέω]], όχι από το [[χαίρω]]).
}}
}}