Anonymous

ἱπποκέλευθος: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποκέλευθος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Πάτροκλο) αυτός που ταξιδεύει με ίππους, αυτός που οδηγεί ίππους<br /><b>2.</b> [[ιππέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[δρόμος]], [[διαδρομή]]»].
|mltxt=[[ἱπποκέλευθος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Πάτροκλο) αυτός που ταξιδεύει με ίππους, αυτός που οδηγεί ίππους<br /><b>2.</b> [[ιππέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[δρόμος]], [[διαδρομή]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱπποκέλευθος:''' -ον, αυτός που ταξιδεύει με [[άλογο]], [[οδηγός]] αλόγων, [[ιππηλάτης]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}