Anonymous

ἴσος: Difference between revisions

From LSJ
3,172 bytes added ,  30 December 2018
5
(18)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἴσος]], -η, -ον, Α επικ. [[τύπος]] ἶσος και [[ἔϊσος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ίδιος]] με κάποιον άλλον [[κατά]] την [[ποσότητα]], τις διαστάσεις, τη [[δύναμη]] ή την [[αξία]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκτείνεται σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], [[ευθύς]], [[ίσιος]]<br /><b>3.</b> [[ομαλός]], [[επίπεδος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει τα [[ίδια]] δικαιώματα με κάποιον [[άλλο]], ο [[ισότιμος]]<br /><b>5.</b> [[ευθύς]], [[ειλικρινής]], [[δίκαιος]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ίσο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[δίκαιο]], το [[ορθό]], το σωστό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ίσος]]<br />[[είδος]] νησιώτικου χορού<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ίσον</i><br />δηλώνει [[εξαγόμενο]] αριθμητικής πράξης («[[τρία]] επί [[πέντε]] ίσον [[δεκαπέντε]]»)<br /><b>3.</b> <b>(προστ.)</b> <i>ίσα</i><br />[[τράβα]], [[προχώρα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «όλα τα δάκτυλα δεν [[είναι]] ίσα» — όλοι οι άνθρωποι δεν [[είναι]] της ίδιας αξίας ή ποιότητας<br />β) «[[γίνομαι]] ίσα και ίσα με...» — φέρομαι σε κάποιον κατώτερο με τέτοιο τρόπο σαν να είμαστε ίσοι<br />γ) «του κρατάει το ίσο»<br />i) ψάλλει το υπήχημα της βυζαντ. μουσικής<br />ii) συμφωνεί ανεπιφύλακτα [[μαζί]] του<br />δ) «[[ανταποδίδω]] τα ίσα» — [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον όπως μού φέρθηκε<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ίσο</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[σημάδι]] της βυζαντ. μουσικής που σημαίνει [[επανάληψη]] του ίδιου φθόγγου<br />β) επαναλαμβανόμενος [[φθόγγος]] ή [[βασικός]] [[φθόγγος]] [[κάθε]] ήχου, αλλ. ισοκράτημα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταιριαστός]]<br /><b>2.</b> [[λυγερός]]<br /><b>3.</b> [[νόμιμος]]<br /><b>4.</b> [[έμπιστος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἴσον</i><br />[[αντίγραφο]] επίσημου εγγράφου<br /><b>6.</b> (το έναρθρο ουδ. ως επίρρ.) <i>τὸ ἴσον</i><br />[[εξίσου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επαρκής]], [[κατάλληλος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) <i>ἴσον</i> και <i>ἴσα</i><br />[[εξίσου]], όμοια<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἴση</i><br />η [[ισομοιρία]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἴσα</i><br />η [[ισότητα]] τών δικαιωμάτων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄχρι]] τῆς ἴσης» — [[μέχρι]] το [[σημείο]] της ισότητας<br />β) «ἐπὶ ἴσης (ενν. <i>μοίρας</i>)» — όμοια<br />γ) «ἐν ἴσῳ καἰ βραδέως προσιέναι» — να προχωρούν με ίσα βήματα, ώστε το [[μέτωπο]] να μένει ίσο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ίσως</i> και <i>ίσα</i> (ΑΜ [[ἴσως]])<br /><b>1.</b> με ίσο τρόπο, με ίδιο τρόπο, [[εξίσου]] (α. «το μοίρασα ίσα» β. «[[ἴσως]] ἀσκεῑται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πιθανώς]], [[ενδεχομένως]], μπορεί (α. «ἱσως έρθει» β. «οὐκ [[ἴσως]], ἀλλ' [[ὄντως]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἱσα ίσα» <br />α) ακριβώς («μα αυτό ίσα ίσα ήθελα κι εγώ»)<br />β) το αντίθετο («μα όχι δεν τον έβλαψα, ίσα ίσα τον βοήθησα»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχεδόν]], [[περίπου]] («ἔχει γὰρ τρεῑς [[ἴσως]] ἢ τέτταρας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά γενική [[παραδοχή]] προέρχεται από τον τ. <i>FίσFος</i>, για την [[προέλευση]] του οποίου όμως υπάρχουν διαφωνίες: 1) <i>FίσFος</i><span style="color: red;"><</span> <i>wiswo</i>-, [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>visu</i>- «από διάφορες πλευρές». Όμως η φωνητική [[εξέλιξη]] του συμπλέγματος -<i>sw</i>- θα κατέληγε στη σίγηση του συριστικού -<i>s</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰσF</i>-<i>ό</i>-<i>ς</i> &GT; <i>ἰός</i> «[[βέλος]]»)<br />2) <i>FίσFoς</i> <span style="color: red;"><</span> (<i>d</i>)<i>wi</i>-<i>two</i>-, όπου (<i>d</i>)<i>wi</i>- η [[ρίζα]] του αριθμού <i>δύο</i>, και -<i>two</i>- [[θεματικός]] τ. του επιθήματος που εμφανίζεται [[συνήθως]] ως -<i>τυς</i>. Επικρατέστερη φαίνεται η ετυμολόγηση (1) <span style="color: red;"><</span> <i>Fίτ</i>-<i>σ</i>-<i>Fος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>wid</i>-<i>s</i>-<i>wos</i>, όπου <i>wid</i>-<i>s</i> η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>weid</i>- «[[βλέπω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[είδος]]) με [[παρέκταση]] -<i>s</i>-, και κατάλ. -<i>wos</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μόν</i>-<i>Fος</i> &GT; [[μοῦνος]], [[μόνος]] και <i>ὃλ</i>-<i>Fος</i>&GT; [[οὖλος]], [[ὅλος]]). Το οδοντικό κλειστό [[σύμφωνο]] της ρίζας αφομοιώθηκε [[προς]] το συριστικό και το διπλό -<i>σσ</i>- που προέκυψε απλοποιήθηκε σε -<i>σ</i>- (<i>Fίτ</i>-<i>σ</i>-<i>Fος</i> &GT; <i>FίσσFος</i> &GT; <i>FίσFος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κλῶθ</i>-<i>σμα</i> &GT; <i>κλῶσσμα</i> &GT; [[κλῶσμα]]). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σημασιολογική [[εξέλιξη]] του παρ. επιρρ. [[ἴσως]], το οποίο [[εκτός]] της αρχικής του σημασίας «[[εξίσου]]» προσέλαβε ήδη στην Αρχαία Ελληνική τη [[σημασία]] «με ίσες πιθανότητες (να γίνει ή να μη γίνει [[κάτι]])», άρα «πιθανόν». Η [[σημασία]] αυτή επικράτησε τελικά και διατηρήθηκε [[μέχρι]] [[σήμερα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ισάζω]], <i>ισότης</i>, <i>ισώ</i>, <i>ίσως</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ισαίος]], [[ισάκις]], [[ισαχώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ίσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>ισο</i>-. (Β' συνθετικό) [[άνισος]], [[πάρισος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άισος]], [[έισος]], [[έπισος]], [[περίισος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ολόισος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἴσος]], -η, -ον, Α επικ. [[τύπος]] ἶσος και [[ἔϊσος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ίδιος]] με κάποιον άλλον [[κατά]] την [[ποσότητα]], τις διαστάσεις, τη [[δύναμη]] ή την [[αξία]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκτείνεται σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], [[ευθύς]], [[ίσιος]]<br /><b>3.</b> [[ομαλός]], [[επίπεδος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει τα [[ίδια]] δικαιώματα με κάποιον [[άλλο]], ο [[ισότιμος]]<br /><b>5.</b> [[ευθύς]], [[ειλικρινής]], [[δίκαιος]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ίσο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[δίκαιο]], το [[ορθό]], το σωστό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ίσος]]<br />[[είδος]] νησιώτικου χορού<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ίσον</i><br />δηλώνει [[εξαγόμενο]] αριθμητικής πράξης («[[τρία]] επί [[πέντε]] ίσον [[δεκαπέντε]]»)<br /><b>3.</b> <b>(προστ.)</b> <i>ίσα</i><br />[[τράβα]], [[προχώρα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «όλα τα δάκτυλα δεν [[είναι]] ίσα» — όλοι οι άνθρωποι δεν [[είναι]] της ίδιας αξίας ή ποιότητας<br />β) «[[γίνομαι]] ίσα και ίσα με...» — φέρομαι σε κάποιον κατώτερο με τέτοιο τρόπο σαν να είμαστε ίσοι<br />γ) «του κρατάει το ίσο»<br />i) ψάλλει το υπήχημα της βυζαντ. μουσικής<br />ii) συμφωνεί ανεπιφύλακτα [[μαζί]] του<br />δ) «[[ανταποδίδω]] τα ίσα» — [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον όπως μού φέρθηκε<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ίσο</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[σημάδι]] της βυζαντ. μουσικής που σημαίνει [[επανάληψη]] του ίδιου φθόγγου<br />β) επαναλαμβανόμενος [[φθόγγος]] ή [[βασικός]] [[φθόγγος]] [[κάθε]] ήχου, αλλ. ισοκράτημα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταιριαστός]]<br /><b>2.</b> [[λυγερός]]<br /><b>3.</b> [[νόμιμος]]<br /><b>4.</b> [[έμπιστος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἴσον</i><br />[[αντίγραφο]] επίσημου εγγράφου<br /><b>6.</b> (το έναρθρο ουδ. ως επίρρ.) <i>τὸ ἴσον</i><br />[[εξίσου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επαρκής]], [[κατάλληλος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) <i>ἴσον</i> και <i>ἴσα</i><br />[[εξίσου]], όμοια<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἴση</i><br />η [[ισομοιρία]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἴσα</i><br />η [[ισότητα]] τών δικαιωμάτων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄχρι]] τῆς ἴσης» — [[μέχρι]] το [[σημείο]] της ισότητας<br />β) «ἐπὶ ἴσης (ενν. <i>μοίρας</i>)» — όμοια<br />γ) «ἐν ἴσῳ καἰ βραδέως προσιέναι» — να προχωρούν με ίσα βήματα, ώστε το [[μέτωπο]] να μένει ίσο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ίσως</i> και <i>ίσα</i> (ΑΜ [[ἴσως]])<br /><b>1.</b> με ίσο τρόπο, με ίδιο τρόπο, [[εξίσου]] (α. «το μοίρασα ίσα» β. «[[ἴσως]] ἀσκεῑται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πιθανώς]], [[ενδεχομένως]], μπορεί (α. «ἱσως έρθει» β. «οὐκ [[ἴσως]], ἀλλ' [[ὄντως]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἱσα ίσα» <br />α) ακριβώς («μα αυτό ίσα ίσα ήθελα κι εγώ»)<br />β) το αντίθετο («μα όχι δεν τον έβλαψα, ίσα ίσα τον βοήθησα»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχεδόν]], [[περίπου]] («ἔχει γὰρ τρεῑς [[ἴσως]] ἢ τέτταρας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά γενική [[παραδοχή]] προέρχεται από τον τ. <i>FίσFος</i>, για την [[προέλευση]] του οποίου όμως υπάρχουν διαφωνίες: 1) <i>FίσFος</i><span style="color: red;"><</span> <i>wiswo</i>-, [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>visu</i>- «από διάφορες πλευρές». Όμως η φωνητική [[εξέλιξη]] του συμπλέγματος -<i>sw</i>- θα κατέληγε στη σίγηση του συριστικού -<i>s</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰσF</i>-<i>ό</i>-<i>ς</i> &GT; <i>ἰός</i> «[[βέλος]]»)<br />2) <i>FίσFoς</i> <span style="color: red;"><</span> (<i>d</i>)<i>wi</i>-<i>two</i>-, όπου (<i>d</i>)<i>wi</i>- η [[ρίζα]] του αριθμού <i>δύο</i>, και -<i>two</i>- [[θεματικός]] τ. του επιθήματος που εμφανίζεται [[συνήθως]] ως -<i>τυς</i>. Επικρατέστερη φαίνεται η ετυμολόγηση (1) <span style="color: red;"><</span> <i>Fίτ</i>-<i>σ</i>-<i>Fος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>wid</i>-<i>s</i>-<i>wos</i>, όπου <i>wid</i>-<i>s</i> η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>weid</i>- «[[βλέπω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[είδος]]) με [[παρέκταση]] -<i>s</i>-, και κατάλ. -<i>wos</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μόν</i>-<i>Fος</i> &GT; [[μοῦνος]], [[μόνος]] και <i>ὃλ</i>-<i>Fος</i>&GT; [[οὖλος]], [[ὅλος]]). Το οδοντικό κλειστό [[σύμφωνο]] της ρίζας αφομοιώθηκε [[προς]] το συριστικό και το διπλό -<i>σσ</i>- που προέκυψε απλοποιήθηκε σε -<i>σ</i>- (<i>Fίτ</i>-<i>σ</i>-<i>Fος</i> &GT; <i>FίσσFος</i> &GT; <i>FίσFος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κλῶθ</i>-<i>σμα</i> &GT; <i>κλῶσσμα</i> &GT; [[κλῶσμα]]). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σημασιολογική [[εξέλιξη]] του παρ. επιρρ. [[ἴσως]], το οποίο [[εκτός]] της αρχικής του σημασίας «[[εξίσου]]» προσέλαβε ήδη στην Αρχαία Ελληνική τη [[σημασία]] «με ίσες πιθανότητες (να γίνει ή να μη γίνει [[κάτι]])», άρα «πιθανόν». Η [[σημασία]] αυτή επικράτησε τελικά και διατηρήθηκε [[μέχρι]] [[σήμερα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ισάζω]], <i>ισότης</i>, <i>ισώ</i>, <i>ίσως</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ισαίος]], [[ισάκις]], [[ισαχώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ίσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>ισο</i>-. (Β' συνθετικό) [[άνισος]], [[πάρισος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άισος]], [[έισος]], [[έπισος]], [[περίισος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ολόισος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴσος:''' -η, -ον, Επικ. [[ἶσος]] και [[ἔϊσος]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ίσος]] προς..., [[ίδιος]] με..., όμοιος, με δοτ. ή απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ἴσαπρὸς [[ἴσα]], λέγεται για [[δήλωση]] ίσων σχέσεων, σε Ηρόδ.· λέγεται για την ανάμειξη κρασιού με [[νερό]], [[ἴσος]] [[οἶνος]] ἴσῳ ὕδατι κεκραμένος, σε Κωμ.· μεταφ., μηδὲν [[ἴσον]] ἴσῳ φέρων, λέγεται αντί «δίκαια και [[εξίσου]]», σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ισομερώς χωρισμένος, [[ίσος]], σε Όμηρ., Σοφ.· τὰ [[ἴσα]], ίσο [[μερίδιο]], [[δίκαιο]] μέτρο, σε Ηρόδ., Σοφ.· <i>ἴσαι</i>(ενν. <i>ψῆφοι</i>), λέγεται για την [[περίπτωση]] της ισοψηφίας, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, λέγεται για την ίση [[διανομή]] όλων των πολιτικών δικαιωμάτων, σε Θουκ. κ.λπ.· τὰ [[ἴσα]], ίσα δικαιώματα, [[ισότητα]], σε Δημ.· επίσης, <i>ἡἴση καὶ ὁμοία</i> (ενν. [[δίκη]]), σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐπ' ἴσῃ τε καὶ ὁμοίῃ</i>, με ίσους και όμοιους όρους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δίκαιος]], [[αντικειμενικός]], [[αμερόληπτος]], σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> λέγεται για το [[έδαφος]], [[ισόπεδος]], [[επίπεδος]], [[ομαλός]], Λατ. [[aequus]], εἰς τὸ [[ἴσον]] καταβαίνειν, λέγεται για [[στράτευμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">V.</b> επίρρ., [[ἴσως]]· [[αλλά]] υπάρχουν και πολλοί άλλοι επιρρ. τύποι:<br /><b class="num">1.</b> ουδ. ενικ., [[ἶσον]] Κηρί, όσο και τον θάνατο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἶσον]] [[ἐμοί]], [[εξίσου]] με εμένα, στο ίδ. κ.λπ.· [[ἴσον]] τῷ [[πρίν]], [[εξίσου]] όπως πρωτύτερα, σε Ευρ.· [[συχνά]], ακολουθ. από [[καί]], [[ἴσα]] [[καί]]..., [[εξίσου]], όμοια όπως..., [[ωσάν]], Λατ. [[aeque]] ac, σε Σοφ. κ.λπ.· απόλ., ομοίως, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με πρόθ., <i>ἀπὸ τῆς ἴσης</i>, [[εξίσου]], Λατ. ex [[aequo]], σε Θουκ.· <i>ἀπ' ἴσης</i>, σε Δημ.· <i>ἐν ἴσῳ</i>, [[εξίσου]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐξ ἴσου</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐπὶ ἴσης</i>, μεταγεν. [[ἐπίσης]], <i>ἐπὶ ἴσης διαφέρειν τὸν πόλεμον</i>, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">VI.</b>Αττ., συγκρ. [[ἰσαίτερος]], σε Ευρ. κ.λπ.
}}
}}