3,274,919
edits
(17) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ (ΑΜ [[ἶβις]], -ιος και -εως και -ιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] πελαγόμορφων πουλιών της οικογένειας theskiornithidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />λιμνόβιο [[ιερό]] αιγυπτιακό [[πτηνό]] στο οποίο αποδίδονταν θεϊκές τιμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχ. ελληνική λ. [[ίβις]] προήλθε από την αιγυπτιακή <i>hb</i>, <i>h</i><i>ī</i><i>b</i>. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>ibis</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ίβις]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιβιών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιβιοβοσκός]], [[ιβιοπρόσωπος]], [[ιβιοστολιστής]], [[ιβιοτάφος]]]. | |mltxt=ἡ (ΑΜ [[ἶβις]], -ιος και -εως και -ιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] πελαγόμορφων πουλιών της οικογένειας theskiornithidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />λιμνόβιο [[ιερό]] αιγυπτιακό [[πτηνό]] στο οποίο αποδίδονταν θεϊκές τιμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχ. ελληνική λ. [[ίβις]] προήλθε από την αιγυπτιακή <i>hb</i>, <i>h</i><i>ī</i><i>b</i>. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>ibis</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ίβις]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιβιών]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιβιοβοσκός]], [[ιβιοπρόσωπος]], [[ιβιοστολιστής]], [[ιβιοτάφος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἶβις:''' ἡ, γεν. <i>ἴβιος</i>, αιτ. <i>ἶβιν</i>, πληθ. <i>ἴβιες</i>, Ιων. <i>ἴβῑς</i>· ίβη, Αιγυπτιακό [[ιερό]] [[πτηνό]] στο οποίο απονέμονταν τιμές, σε Ηρόδ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |