3,274,917
edits
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[καθάρσιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από [[ενοχή]], [[μίασμα]] ή [[κακούργημα]], [[εξαγνιστικός]] (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», <b>Σοφ.</b><br />β. «φόνου δὲ τοῡδ' ἐγὼ [[καθάρσιος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καθάρσιο</i>(<i>ν</i>)<br />καθαρτικό, [[φάρμακο]] που προκαλεί την [[κένωση]] του εντέρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε καθαρτήρια [[θυσία]] («αἵματος καθαρσίου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καθάρσιον</i><br />α) εξιλαστήρια [[θυσία]]<br />β) εξιλαστήριο [[θύμα]] («[[ἐπειδὰν]] τὸ καθάρσιον περιενεχθῆ καὶ ὁ [[κῆρυξ]] τὰς πατρίους εὐχὰς εὔξηται», Αισχίν.)<br />γ) [[καθαρμός]], [[εξαγνισμός]] («καθαρσίου εδέετο», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαίρω]] ή αμάρτ. ρηματ. επίθ. <i>καθαρ</i>-<i>τός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>καθαρ</i>-<i>σία</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>κάθαρ</i>-<i>τος</i>]. | |mltxt=ο (AM [[καθάρσιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που καθαρίζει, που λυτρώνει από [[ενοχή]], [[μίασμα]] ή [[κακούργημα]], [[εξαγνιστικός]] (α. «μολεῑν καθαρσίῳ ποδί», <b>Σοφ.</b><br />β. «φόνου δὲ τοῡδ' ἐγὼ [[καθάρσιος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καθάρσιο</i>(<i>ν</i>)<br />καθαρτικό, [[φάρμακο]] που προκαλεί την [[κένωση]] του εντέρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε καθαρτήρια [[θυσία]] («αἵματος καθαρσίου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καθάρσιον</i><br />α) εξιλαστήρια [[θυσία]]<br />β) εξιλαστήριο [[θύμα]] («[[ἐπειδὰν]] τὸ καθάρσιον περιενεχθῆ καὶ ὁ [[κῆρυξ]] τὰς πατρίους εὐχὰς εὔξηται», Αισχίν.)<br />γ) [[καθαρμός]], [[εξαγνισμός]] («καθαρσίου εδέετο», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαίρω]] ή αμάρτ. ρηματ. επίθ. <i>καθαρ</i>-<i>τός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>καθαρ</i>-<i>σία</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>κάθαρ</i>-<i>τος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰθάρσιος:''' -ον ([[καθαίρω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που καθαίρει από ενοχές ή [[μίασμα]], [[εξαγνιστικός]], σε Ηρόδ., Σοφ.· λέγεται για [[θυσία]], [[αἷμα]], σε Αισχύλ.· [[πῦρ]], [[φλόξ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., <i>καθ. φόνου</i>, αυτός που καθαρίζει ή εξαγνίζει από το [[αίμα]] του φόνου, σε Αισχύλ.· [[αλλά]] επίσης, <i>κ. οἴκων</i>, αυτός που εξαγνίζει τα σπίτια, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>καθάρσιον</i> (ενν. [[ἱερόν]]), <i>τό</i>, καθαρτήρια [[θυσία]], σε Αισχίν.· απ' όπου, [[εξαγνισμός]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |