Anonymous

κακοφραδής: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοφραδής]], -ές (Α)<br />(ποιητ. λ.)<br /><b>1.</b> αυτός που διανοείται να διαπράξει [[κακά]] πράγματα, [[κακόβουλος]] («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>κακοφραδές</i><br />ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ολιγο</i>-[[φραδής]].
|mltxt=[[κακοφραδής]], -ές (Α)<br />(ποιητ. λ.)<br /><b>1.</b> αυτός που διανοείται να διαπράξει [[κακά]] πράγματα, [[κακόβουλος]] («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>κακοφραδές</i><br />ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ολιγο</i>-[[φραδής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοφρᾰδής:''' -ές (φράζομαι), [[κακόβουλος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}