Anonymous

καγχαλάω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Autenrieth)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=3 pl. καγχαλόωσι, [[part]]. καγχαλόων: [[laugh]] [[aloud]] or exultingly.
|auten=3 pl. καγχαλόωσι, [[part]]. καγχαλόων: [[laugh]] [[aloud]] or exultingly.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καγχᾰλάω:''' [[γελώ]] [[δυνατά]], ηχηρά, μεγαλόφωνα, Λατ. cachinnari, σε Επικ. τύπους, γʹ πληθ. <i>καγχαλόωσι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. <i>καγχαλόων</i>, <i>-όωσα</i>, σε Όμηρ. (όπως το [[καγχάζω]], ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
}}