Anonymous

καθυφίημι: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθυφίημι]] (Α)<br />(επιτατ. του [[υφίημι]])<br /><b>1.</b> [[παραμελώ]] με δόλιο τρόπο, [[προδίδω]] («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (για συνηγόρους ή κατηγόρους) [[συνεννοούμαι]] [[κρυφά]] για να κερδίσει ο [[αντίδικος]], [[καταπροδίδω]] τη [[δίκη]], [[διεξάγω]] [[δίκη]] με δόλιο τρόπο («πεισθεὶς ὁπόσῳ [[δήποτε]] ἀργυρίῳ, καθυφεὶς τὸν ἀγῶνα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> αποσύρομαι, [[εγκαταλείπω]], και ειδικά [[εγκαταλείπω]] τη [[δίκη]]<br /><b>4.</b> [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]] («ἐντόνως ἔλεγον ὡς οὐ [[χρείη]] καθυφίεσθαι τοῖς ἐν Πειραιεῑ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (για γιατρό) [[θεραπεύω]] αμελώς, [[χωρίς]] [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὑφι</i>-[[ίημι]] «[[εγκαταλείπω]]»].
|mltxt=[[καθυφίημι]] (Α)<br />(επιτατ. του [[υφίημι]])<br /><b>1.</b> [[παραμελώ]] με δόλιο τρόπο, [[προδίδω]] («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (για συνηγόρους ή κατηγόρους) [[συνεννοούμαι]] [[κρυφά]] για να κερδίσει ο [[αντίδικος]], [[καταπροδίδω]] τη [[δίκη]], [[διεξάγω]] [[δίκη]] με δόλιο τρόπο («πεισθεὶς ὁπόσῳ [[δήποτε]] ἀργυρίῳ, καθυφεὶς τὸν ἀγῶνα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> αποσύρομαι, [[εγκαταλείπω]], και ειδικά [[εγκαταλείπω]] τη [[δίκη]]<br /><b>4.</b> [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]] («ἐντόνως ἔλεγον ὡς οὐ [[χρείη]] καθυφίεσθαι τοῖς ἐν Πειραιεῑ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (για γιατρό) [[θεραπεύω]] αμελώς, [[χωρίς]] [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὑφι</i>-[[ίημι]] «[[εγκαταλείπω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθυφίημι:''' μέλ. <i>-υφήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[παραμελώ]] με δόλιο τρόπο, σε Δημ.· <i>καθ. τὸν ἀγῶνα</i>, τον [[διεξάγω]] με ύπουλους σκοπούς, τον [[οδηγώ]] σε συμβιβασμό, σε Δημ.· ομοίως επίσης σε Μέσ. με Παθ. παρακ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>καθυφίεσθαί τινι</i>, σε Ξεν.
}}
}}