Anonymous

κάλλος: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ό<br /><b>βλ.</b> [[κάλος]] (II).———————— <b>(II)</b><br />το (AM [[κάλλος]])<br />η [[ωραιότητα]], η [[καλλονή]], η [[ομορφιά]] (α. «το ελληνικό [[κάλλος]]» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα κάλλη</i><br />τα θέλγητρα, οι χάρες («[[μπρος]] στα κάλλη τί 'ν' ο [[πόνος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για γυναίκες) η πολύ ωραία, η [[καλλονή]] («τὴν [[θυγατέρα]], δεινόν τι [[κάλλος]] καὶ [[μέγεθος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού έξι<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ κάλλη</i><br />ωραία πράγματα για στολισμό («ἐν ποικίλοις... κάλλεσιν βαίνειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς [[κάλλος]] ἀσκεῑ»<br />(για [[γυναίκα]]) προσπαθεί να φαίνεται ωραία<br />β) «ὁ εἰς [[κάλλος]] [[βίος]]» — ο ηθικά [[καλός]] [[βίος]]<br />γ) «τὰ κάλλη τῆς ἑρμηνείας» — η [[γλαφυρότητα]] του ύφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλός]]. Για το [[πρόβλημα]] του [[διπλού]] -<i>λλ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[καλλίων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καλλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάλλιμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καλλοποιός]], [[καλλοποιώ]], [[καλλόφιλος]]. (Β' συνθετικό) [[περικαλλής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακαλλής]], [[ζακαλλής]], [[λιθοκαλλής]], [[περισσοκαλλής]], [[υπερκαλλής]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ό<br /><b>βλ.</b> [[κάλος]] (II).———————— <b>(II)</b><br />το (AM [[κάλλος]])<br />η [[ωραιότητα]], η [[καλλονή]], η [[ομορφιά]] (α. «το ελληνικό [[κάλλος]]» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα κάλλη</i><br />τα θέλγητρα, οι χάρες («[[μπρος]] στα κάλλη τί 'ν' ο [[πόνος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για γυναίκες) η πολύ ωραία, η [[καλλονή]] («τὴν [[θυγατέρα]], δεινόν τι [[κάλλος]] καὶ [[μέγεθος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού έξι<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ κάλλη</i><br />ωραία πράγματα για στολισμό («ἐν ποικίλοις... κάλλεσιν βαίνειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς [[κάλλος]] ἀσκεῑ»<br />(για [[γυναίκα]]) προσπαθεί να φαίνεται ωραία<br />β) «ὁ εἰς [[κάλλος]] [[βίος]]» — ο ηθικά [[καλός]] [[βίος]]<br />γ) «τὰ κάλλη τῆς ἑρμηνείας» — η [[γλαφυρότητα]] του ύφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλός]]. Για το [[πρόβλημα]] του [[διπλού]] -<i>λλ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[καλλίων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καλλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάλλιμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καλλοποιός]], [[καλλοποιώ]], [[καλλόφιλος]]. (Β' συνθετικό) [[περικαλλής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακαλλής]], [[ζακαλλής]], [[λιθοκαλλής]], [[περισσοκαλλής]], [[υπερκαλλής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάλλος:''' -εος, Αττ. -ους, τό ([[καλός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ομορφιά]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐς [[κάλλος]], προσπαθεί να φαίνεται όμορφη, προσπαθεί να επιδεικνύει την [[ομορφιά]] της, σε Ευρ.· [[αλλά]], εἰς κ. [[ζῆν]], [[χάριν]] ευχαρίστησης, ικανοποίησης, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ομορφιά]], στον ίδ., Λουκ.<br /><b class="num">3.</b> σε πληθ. επίσης, πολυτελή ενδύματα και υφάσματα, σε Αισχύλ., Πλάτ.· [[κάλλεα]] κηροῦ, όμορφα έργα από [[κερί]], δηλ. κηρήθρες, σε Ανθ.
}}
}}