Anonymous

καλλιπέτηλος: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλιπέτηλος]], -ον (Α)<br />(για [[άνθος]]) αυτό που έχει ωραία πέταλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέτηλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέτηλον]], [[άλλος]] τ. του [[πέταλον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αβρο</i>-[[πέτηλος]], <i>λευκο</i>-[[πέτηλος]].
|mltxt=[[καλλιπέτηλος]], -ον (Α)<br />(για [[άνθος]]) αυτό που έχει ωραία πέταλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πέτηλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέτηλον]], [[άλλος]] τ. του [[πέταλον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αβρο</i>-[[πέτηλος]], <i>λευκο</i>-[[πέτηλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλιπέτηλος:''' -ον ([[πέτηλον]]), αυτός που έχει ωραία πέταλα, εύσχημα φύλλα, σε Ανθ.
}}
}}