Anonymous

καρύκινος: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρύκινος]], -ίνη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της καρύκης, βαθυκόκκινος («[[οὔτε]] φοινικίδων [[οὔτε]] καρυκίνων ἱματίων», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακάνθ</i>-<i>ινος</i>, <i>φοίνικ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=[[καρύκινος]], -ίνη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της καρύκης, βαθυκόκκινος («[[οὔτε]] φοινικίδων [[οὔτε]] καρυκίνων ἱματίων», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακάνθ</i>-<i>ινος</i>, <i>φοίνικ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰρύκινος:''' -η, -ον, βαθυκόκκινος, σε Ξεν.
}}
}}