Anonymous

κακόξενος: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόξενος]], ιων. τ. [[κακόξεινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται στο [[σπίτι]] του ξένους ανάξιους για [[φιλοξενία]] («οὔ τις σεῑο κακοξεινώτερος [[άλλος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυσμενής]] [[προς]] τους ξένους, [[αφιλόξενος]] («Σκυθῶν κακοξενώτεροι», Ιουλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ξενος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιό</i>-<i>ξενος</i>, <i>φιλό</i>-<i>ξενος</i>].
|mltxt=[[κακόξενος]], ιων. τ. [[κακόξεινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται στο [[σπίτι]] του ξένους ανάξιους για [[φιλοξενία]] («οὔ τις σεῑο κακοξεινώτερος [[άλλος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυσμενής]] [[προς]] τους ξένους, [[αφιλόξενος]] («Σκυθῶν κακοξενώτεροι», Ιουλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ξενος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιό</i>-<i>ξενος</i>, <i>φιλό</i>-<i>ξενος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόξενος:''' Ιων. -ξεινος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φιλοξενεί ανάξιους φιλοξενίας ανθρώπους, σε ανώμ. Επικ. συγκρ. <i>κακοξεινώτερος</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εχθρικός]] προς τους ξένους, [[αφιλόξενος]], σε Ευρ., Ανθ.
}}
}}