3,277,700
edits
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καράτομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καρατομημένος, αποκεφαλισμένος<br /><b>2.</b> (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το [[κεφάλι]] («καρατόμοις χλιδαῑς» — με πλοκάμους κομμένους από το [[κεφάλι]], <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] (1) «[[κεφάλι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[απότομος]], <i>νεό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθ. σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> και [[καρατόμος]])]. | |mltxt=[[καράτομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καρατομημένος, αποκεφαλισμένος<br /><b>2.</b> (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το [[κεφάλι]] («καρατόμοις χλιδαῑς» — με πλοκάμους κομμένους από το [[κεφάλι]], <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] (1) «[[κεφάλι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[απότομος]], <i>νεό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθ. σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> και [[καρατόμος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰράτομος:''' [ρᾱ], -ον, ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αποκεφαλισμός]], σε Ευρ.· κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, δηλ. η [[σφαγή]] τους, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> κομμένος, αποκομμένος από το [[κεφάλι]], <i>κ. χλιδαί</i>, κομμένες τούφες, μπούκλες μαλλιών, σε Σοφ. | |||
}} | }} |