Anonymous

κάρυον: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />noix <i>ou</i> noisette, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> karakas « noix de coco ».
|btext=ου (τό) :<br />noix <i>ou</i> noisette, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> karakas « noix de coco ».
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάρῠον:''' [ᾰ], τό, [[κάθε]] είδους [[καρύδι]], σε Αριστοφ., Ξεν.· διακρινόμενο σε ποικίλα είδη, όπως <i>κ. βασιλικά</i> ή <i>Περσικά</i>, τα καρύδια, ονομάζονται και [[απλώς]] <i>κάρυα</i>, σε Βατραχομ.· <i>κ. κασταναϊκά</i> ή <i>κασταναῖα</i>, τα [[κάστανα]] κ.λπ.
}}
}}