Anonymous

κατακλινής: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κατακλινής]], -ές) [[κατακλίνω]]<br />αυτός που [[είναι]] ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]], [[κλινήρης]] («ἠσθενηκότα μένειν κατακλινῆ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μισοξαπλωμένος, ανακείμενος στο [[ανάκλιντρο]]<br /><b>2.</b> [[κατηφορικός]]<br /><b>3.</b> [[απόκρημνος]].
|mltxt=-ές (Α [[κατακλινής]], -ές) [[κατακλίνω]]<br />αυτός που [[είναι]] ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]], [[κλινήρης]] («ἠσθενηκότα μένειν κατακλινῆ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μισοξαπλωμένος, ανακείμενος στο [[ανάκλιντρο]]<br /><b>2.</b> [[κατηφορικός]]<br /><b>3.</b> [[απόκρημνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακλῐνής:''' -ές, [[κατηφορικός]], [[επικλινής]], σε Ανθ.
}}
}}