Anonymous

κατακηρύσσω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακηρύσσω]] και αττ. τ. κατακηρύττω (Α)<br /><b>1.</b> [[προστάζω]] με [[δημόσιο]] κήρυκα<br /><b>2.</b> (σε [[δημοπρασία]]) [[κατακυρώνω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κατακηρύσσομαι</i><br />καλούμαι με κήρυκα στο δικαστήριο.
|mltxt=[[κατακηρύσσω]] και αττ. τ. κατακηρύττω (Α)<br /><b>1.</b> [[προστάζω]] με [[δημόσιο]] κήρυκα<br /><b>2.</b> (σε [[δημοπρασία]]) [[κατακυρώνω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κατακηρύσσομαι</i><br />καλούμαι με κήρυκα στο δικαστήριο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακηρύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προκηρύσσω]], [[διακηρύσσω]] ή [[προστάζω]] μέσω δημοσίου κήρυκα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται σε [[δημοπρασία]], <i>κ. τι εἴς τινα</i>, [[κατακυρώνω]] σε κάποιον, σε Πλούτ.
}}
}}