Anonymous

καταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταπίπτω]])<br /><b>βλ.</b> [[καταπέφτω]].
|mltxt=(AM [[καταπίπτω]])<br /><b>βλ.</b> [[καταπέφτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], αόρ. βʹ <i>κατ-έπεσον</i>, ποιητ. [[κάπ]]-πεσον, γʹ δυϊκ. <i>καπ-πεσέτην</i>· παρακ. [[πέπτωκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέφτω]] ή ρίχνομαι [[κάτω]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· χρησ. ως Παθ., <i>κάππεσε = κατεβλήθη</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., κάππεσε [[θυμός]], κατέπεσε, μειώθηκε το ηθικό τους, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κ. εἰς ἀπιστίαν</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πάσχω]] από [[επιληψία]], σε Λουκ.
}}
}}