Anonymous

καταπλουτίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταπλουτίζω]]) (επιτ. τ. τρύ [[πλουτίζω]]) [[κάνω]] κάποιον [[πάρα]] πολύ πλούσιο, [[πλουτίζω]] πολύ κάποιον.
|mltxt=(AM [[καταπλουτίζω]]) (επιτ. τ. τρύ [[πλουτίζω]]) [[κάνω]] κάποιον [[πάρα]] πολύ πλούσιο, [[πλουτίζω]] πολύ κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπλουτίζω:''' μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[εμπλουτίζω]], [[πλουμίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}