Anonymous

καταπτυχής: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπτυχής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει πολλές πτυχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτυχή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-<i>πτυχής</i>, <i>περι</i>-<i>πτυχής</i>].
|mltxt=[[καταπτυχής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει πολλές πτυχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτυχή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-<i>πτυχής</i>, <i>περι</i>-<i>πτυχής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπτῠχής:''' -ές (πτύχη), αυτός που έχει πλούσιες πτυχές, πολλές διπλώσεις, σε Θεόκρ.
}}
}}