Anonymous

κατασβέννυμι: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασβέννυμι]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κατασβήνω]].
|mltxt=[[κατασβέννυμι]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κατασβήνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατασβέννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -[[σβέσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[κατασβήνω]], [[καταστέλλω]], Λατ. extinguere, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει; [[ποιος]] θα την αποξηράνει; σε Αισχύλ.· <i>κ. βοήν</i>, <i>ἔριν</i>, [[καταπαύω]] θόρυβο, [[σταματώ]] τη [[διαμάχη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αόρ. αʹ <i>κατ-εσβήθην</i>, με απαρ. Ενεργ. αορ. βʹ <i>κατέσβην</i>, απαρ. <i>κατα-σβῆναι</i>, παρακ. Ενεργ. <i>κατ-έσβηκα</i>· καταστέλλομαι, αναχαιτίζομαι, σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>κλαμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}