Anonymous

καταδυναστεύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταδυναστεύω]])<br />[[καταπιέζω]] κάποιον, [[ασκώ]] αυθαίρετη, δεσποτική [[εξουσία]] ή [[επιρροή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>καταδυναστεύομαι</i><br />κυβερνώμαι<br /><b>2.</b> (για στασιαστές) έχω υπό την [[εξουσία]] μου.
|mltxt=(AM [[καταδυναστεύω]])<br />[[καταπιέζω]] κάποιον, [[ασκώ]] αυθαίρετη, δεσποτική [[εξουσία]] ή [[επιρροή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>καταδυναστεύομαι</i><br />κυβερνώμαι<br /><b>2.</b> (για στασιαστές) έχω υπό την [[εξουσία]] μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταδῠναστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καταπιέζω]], σε Ξεν.
}}
}}