Anonymous

καμψίπους: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καμψίπους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχοντας κάμπτει το [[πόδι]], δηλ. που τρέχει [[γρήγορα]], [[ταχύς]], [[ταχύπους]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] δ. ερμ.) αυτός που λυγίζει τα πόδια κάποιου, δηλ. που καταβάλλει, που ταπεινώνει κάποιον («νῡν δὲ [[τρέω]] μὴ τελέσῃ [[καμψίπους]] [[Ἐρινύς]]» — και [[τώρα]] [[τρέμω]] [[μήπως]] η γοργοπόδαρη [[Ερινύς]] [ή: η [[Ερινύς]] που λυγίζει τα πόδια, που καταβάλλει και ταπεινώνει τους ανθρώπους] πραγματοποιήσει την [[κατάρα]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καμψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αελλό</i>-[[πους]], <i>ωκύ</i>-[[πους]]. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
|mltxt=[[καμψίπους]], -ουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχοντας κάμπτει το [[πόδι]], δηλ. που τρέχει [[γρήγορα]], [[ταχύς]], [[ταχύπους]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] δ. ερμ.) αυτός που λυγίζει τα πόδια κάποιου, δηλ. που καταβάλλει, που ταπεινώνει κάποιον («νῡν δὲ [[τρέω]] μὴ τελέσῃ [[καμψίπους]] [[Ἐρινύς]]» — και [[τώρα]] [[τρέμω]] [[μήπως]] η γοργοπόδαρη [[Ερινύς]] [ή: η [[Ερινύς]] που λυγίζει τα πόδια, που καταβάλλει και ταπεινώνει τους ανθρώπους] πραγματοποιήσει την [[κατάρα]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καμψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αελλό</i>-[[πους]], <i>ωκύ</i>-[[πους]]. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καμψίπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που λυγίζει τα πόδια [[καθώς]] τρέχει, δηλ. [[γοργοπόδαρος]], γρήγορος στο [[τρέξιμο]], σε Αισχύλ.
}}
}}