3,274,873
edits
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάρτα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ, σφοδρά («[[κάρτα]] κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.)<br /><b>2.</b> εντελώς, κατ' εξοχήν («[[κάρτα]] δ' ἔστ' [[ἐγχώριος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «καὶ [[κάρτα]]» α) (σε διάλογο) [[αλήθεια]], βέβαια<br />β) για [[ενδυνάμωση]] [[αυτού]] που λέγεται («[[ἦσαν]] μὲν καὶ τὰ [[ἀνέκαθεν]] λαμπροί... ἀπὸ δὲ Ἀλκμαίωνος... καὶ [[κάρτα]] λαμπροί», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρτ</i>- ([[κάρτος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>α</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λάθρ</i>-<i>α</i>, <i>σάφ</i>-<i>α</i>)].———————— <b>(II)</b><br />η (Μ [[κάρτα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] χαρτονιού μικρών διαστάσεων το οποίο [[είναι]] [[συνήθως]] εικονογραφημένο και χρησιμοποιείται [[προς]] [[αποστολή]] ευχών, ταχυδρομικό δελτάριο<br /><b>2.</b> το [[επισκεπτήριο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) (για υπάλληλο) «χτυπάω [[κάρτα]]» — [[εγγράφω]] σε ειδικό [[μηχάνημα]], [[πάνω]] στο [[δελτίο]] που φέρει το όνομά μου, την ώρα της προσέλευσης και αποχώρησής μου από τον χώρο εργασίας<br />β) «[[κάρτα]] εισόδου», «[[κάρτα]] εξόδου» — [[δελτίο]] με το οποίο επιτρέπεται η [[είσοδος]] σε ιδρύματα ή οργανισμούς ή η [[έξοδος]] από αυτά<br />γ) «χρονική [[κάρτα]] απεριόριστων διαδρομών» — [[δελτίο]] το οποίο προαγοράζεται, ανανεώνεται και παρέχει στον κάτοχό του το [[δικαίωμα]] να πραγματοποιεί επί έναν [[μήνα]] απεριόριστο αριθμό διαδρομών με τα [[μέσα]] αστικών συγκοινωνιών<br />δ) «[[κάρτα]] εργασίας» — ατομικό [[δελτίο]] εργαζομένου στο οποίο δηλώνεται [[προς]] τον Οργανισμό Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού η πρόσληψή του στον ιδιωτικό ή [[δημόσιο]] τομέα<br />ε) «πιστωτική [[κάρτα]]» — [[δελτίο]] που εκδίδει [[διεθνής]] ή [[εθνικός]] [[οικονομικός]] [[οργανισμός]] σε άτομα με οικονομική [[φερεγγυότητα]], παίρνοντας [[συνήθως]] ένα ετήσιο [[δικαίωμα]], και με το οποίο ο [[συνδρομητής]] μπορεί να αγοράσει ή να μισθώσει [[έναντι]] του λογαριασμού του, [[χωρίς]] να χρησιμοποιήσει χρήματα, αλλ. πιστωτικό [[δελτίο]]<br />στ) «[[κάρτα]] μπιάνκα» — [[υπογραφή]] εν [[λευκώ]], απόλυτη [[πληρεξουσιότητα]], [[πλήρης]] [[ελευθερία]] δράσης<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθένας]] από τους 32 ανεμορρόμβους στους οποίους υποδιαιρούνταν το ανεμολόγιο<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μέτρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>carta</i> <span style="color: red;"><</span> [[χάρτης]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάρτα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ, σφοδρά («[[κάρτα]] κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.)<br /><b>2.</b> εντελώς, κατ' εξοχήν («[[κάρτα]] δ' ἔστ' [[ἐγχώριος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «καὶ [[κάρτα]]» α) (σε διάλογο) [[αλήθεια]], βέβαια<br />β) για [[ενδυνάμωση]] [[αυτού]] που λέγεται («[[ἦσαν]] μὲν καὶ τὰ [[ἀνέκαθεν]] λαμπροί... ἀπὸ δὲ Ἀλκμαίωνος... καὶ [[κάρτα]] λαμπροί», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρτ</i>- ([[κάρτος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>α</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λάθρ</i>-<i>α</i>, <i>σάφ</i>-<i>α</i>)].———————— <b>(II)</b><br />η (Μ [[κάρτα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] χαρτονιού μικρών διαστάσεων το οποίο [[είναι]] [[συνήθως]] εικονογραφημένο και χρησιμοποιείται [[προς]] [[αποστολή]] ευχών, ταχυδρομικό δελτάριο<br /><b>2.</b> το [[επισκεπτήριο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) (για υπάλληλο) «χτυπάω [[κάρτα]]» — [[εγγράφω]] σε ειδικό [[μηχάνημα]], [[πάνω]] στο [[δελτίο]] που φέρει το όνομά μου, την ώρα της προσέλευσης και αποχώρησής μου από τον χώρο εργασίας<br />β) «[[κάρτα]] εισόδου», «[[κάρτα]] εξόδου» — [[δελτίο]] με το οποίο επιτρέπεται η [[είσοδος]] σε ιδρύματα ή οργανισμούς ή η [[έξοδος]] από αυτά<br />γ) «χρονική [[κάρτα]] απεριόριστων διαδρομών» — [[δελτίο]] το οποίο προαγοράζεται, ανανεώνεται και παρέχει στον κάτοχό του το [[δικαίωμα]] να πραγματοποιεί επί έναν [[μήνα]] απεριόριστο αριθμό διαδρομών με τα [[μέσα]] αστικών συγκοινωνιών<br />δ) «[[κάρτα]] εργασίας» — ατομικό [[δελτίο]] εργαζομένου στο οποίο δηλώνεται [[προς]] τον Οργανισμό Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού η πρόσληψή του στον ιδιωτικό ή [[δημόσιο]] τομέα<br />ε) «πιστωτική [[κάρτα]]» — [[δελτίο]] που εκδίδει [[διεθνής]] ή [[εθνικός]] [[οικονομικός]] [[οργανισμός]] σε άτομα με οικονομική [[φερεγγυότητα]], παίρνοντας [[συνήθως]] ένα ετήσιο [[δικαίωμα]], και με το οποίο ο [[συνδρομητής]] μπορεί να αγοράσει ή να μισθώσει [[έναντι]] του λογαριασμού του, [[χωρίς]] να χρησιμοποιήσει χρήματα, αλλ. πιστωτικό [[δελτίο]]<br />στ) «[[κάρτα]] μπιάνκα» — [[υπογραφή]] εν [[λευκώ]], απόλυτη [[πληρεξουσιότητα]], [[πλήρης]] [[ελευθερία]] δράσης<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθένας]] από τους 32 ανεμορρόμβους στους οποίους υποδιαιρούνταν το ανεμολόγιο<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μέτρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>carta</i> <span style="color: red;"><</span> [[χάρτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάρτᾰ:''' ([[κάρτος]]=[[κράτος]]), επίρρ.:<br /><b class="num">1.</b> [[πολύ]], [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά, εξαιρετικά, Λατ. [[valde]], [[admodum]].<br /><b class="num">2.</b> πέρα απ' το μέτρο, πέρα από [[κάθε]] μέτρο, κ. [[ἐγχώριος]], [[γνήσιος]], [[γηγενής]], [[ιθαγενής]], σε Αισχύλ.· κ. ὢν [[ἐπώνυμος]], [[πιστός]] στο όνομά [[σου]], στον ίδ.· <i>κ. δ' εἰμι τοῦ πατρός</i>, εντελώς με το [[μέρος]] του [[πατέρα]] μου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> καὶ [[κάρτα]], ενισχύει την [[δύναμη]] [[αυτού]] που λέχθηκε προγουμένως, αληθώς και πραγματικά, [[πέραν]] [[κάθε]] αμφισβήτησης, αναμφίβολα, σε Ηρόδ., Σοφ.· ομοίως επίσης, τὸ [[κάρτα]], με ειρων. [[σημασία]], [[αλήθεια]], εκδικητικά, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |