Anonymous

κατεξενωμένος: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_12)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεξενωμένος''': ἴδε [[καταξενόω]].
|lstext='''κατεξενωμένος''': ἴδε [[καταξενόω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατεξενωμένος:''' Παθ. μτχ. παρακ. του κατα-[[ξενόω]].
}}
}}